- καμπανό
- τοβλ. καμπανάρι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καμπανίζω — (Μ καμπανίζω) νεοελλ. 1. χτυπώ την καμπάνα τής εκκλησίας, κουδουνίζω 2. (αμτβ.) ηχώ σαν καμπάνα, αποδίδω ήχο καμπάνας, κουδουνίζω 3. μτφ. υπαινίσσομαι κάτι, διατυπώνω καμπανιές, δυσάρεστους υπαινιγμούς μσν. ζυγίζω με τον κάμπανο*. ζυγίζω. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
παρακαμπανίζω — Μ χρησιμοποιώ ψευδή σταθμά στο ζύγισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + καμπανίζω «ζυγίζω με στατήρα, κάμπανο»] … Dictionary of Greek